- Τριόπης
- Τριόπηςmasc nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριόπης — ο, και τρίοπο, το, Ν ναυτ. ξύλινο σκεύος με τρείς οπές, από όπου περνάει το εντόνιο κάθε επιτόνου, κν. καρπούζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + οπή] … Dictionary of Greek
Τριόπου — Τριόπης masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριόπα — Τριόπᾱ , Τριόπης masc nom/voc/acc dual (doric) Τριόπᾱ , Τριόπης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριόπας — Τριόπᾱς , Τριόπης masc acc pl (doric) Τριόπᾱς , Τριόπης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρίοπα — Τρίοψ masc acc sg Τριόπης masc voc sg (doric) Τριόπης masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίοπο — το, Ν ναυτ. βλ. τριόπης … Dictionary of Greek
Τριόπαν — Τριόπᾱν , Τριόπης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριόπαο — Τριόπᾱο , Τριόπης masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριόπεω — Τριόπεω̆ , Τριόπης masc gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριόπᾳ — Τριόπᾱͅ , Τριόπης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)